προστατικός

προστατικός
-ή, -ό / προστατικός, -ή, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αδένα προστάτη («προστατικό υγρό»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο προστατικός
αυτός που πάσχει από νόσο τού προστάτη
3. φρ. «προστατική μοίρα ουρήθρας» — το αρχικό τμήμα τής ανδρικής ουρήθρας που διασχίζει τον προστάτη
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε προστάτη, σε αρχηγό («ἐκ προστατικῆς ῥίζης ἐκβλαστάνει τύραννος», Πλάτ.)
2. αυτός που είναι έτοιμος, πρόθυμος να παράσχει προστασία («προστατικὸς καὶ βοηθητικός», Πλούτ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προστατικόν
α) ύφος που ταιριάζει σε αρχηγό
β) συνεκδ. μεγαλοπρεπές ύφος
γ) υποχρέωση, απαίτηση που περιλαμβάνεται σε συμβόλαιο μίσθωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προστάτης. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. prostatic < prostate < προστάτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προστατικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστατικόν — προστατικός of masc acc sg προστατικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστατικοῦ — προστατικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστατικῆς — προστατικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστατικῶς — προστατικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”